Θυμάμαι το μπαμπά μου να με βάζει να αθλούμαι στις αλάνες πηδώντας ντενεκέδες, ήταν το άλμα μας εις ύψος, εγώ να κλαίω με παράπονο κάθε που ανέβαινε ο –πήχης -,
«Δεν μπορώ σου λέω»,
και ο μπαμπάς μου να επιμένει,
«Δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω».
Κι έτσι τους πήδαγα τους ντενεκέδες της αυλής μου, κι ύστερα κι άλλα ντενεκεδοεμπόδια της καθημερινότητάς μου, αφού έμαθα πως το θέλω σού δίνει τη δύναμη και την ελευθερία να πράττεις.
Όταν, χρόνια αργότερα διάβασα τη φράση,
«Όταν θέλεις κάτι πολύ, όλο το Σύμπαν συνωμοτεί για να το αποχτήσεις», πολύ το χάρηκα που ο συγγραφέας Πάολο Κοέλο συμφωνούσε με το μπαμπά μου.
Ένα βραδάκι, η μαμά μου μου σερβίρισε κουκιά.
Στράβωσα το μουράκι μου,έσπρωξα το πιάτο κι είπα,
«Δε θέλω».
Μα η απάντηση ήρθε απρόβλεπτη:
«Πρέπει να τα φας, έχουν σίδηρο».
Τί μ’ ένοιαζε εμένα το σιδηρο των κουκιών;
Εμένα μ’ ένοιαζε η λαμαρίνα που μου ήρθε στο κεφάλι, έτσι όπως απέρριψαν το θέλω μου. Έτσι όπως «καταπατούσαν» την ελευθερία μου να επιλέξω πατάτες τηγανιτές για βραδινό, για να’μαι χαρούμενη.
Τα ξίνισα τα μούτρα μου και τα’φαγα.
Κι έτσι κατάλαβα πως με ξινισμένα μούτρα, πολλές φορές προκύπτουν κάποια έξωθεν «αποφασσίσομεν και διατάσσομεν»που εμείς, ως πιο αδύναμοι απο θέση ισχύος ακολουθούμε, άλλοτε γιατί κάνουν καλό σε μας, άλλοτε γιατί κάνουν καλό σε άλλους, κι άλλοτε γιατί έτσι κρίνει η ηθική των καιρών...Αλλά ποτέ,μα ποτέ δεν μας κάνουν χαρούμενους...
Θυμήθηκα την εποχή που οι γυναίκες κάλυπταν ακόμη και αστράγαλο για να μη χαρακτηριστούν ανήθικες, ενώ σήμερα, με το ύψος της φούστας στο αφαλοκοίλι, δεν νομίζω να πετροβολάμε τα κοριτσάκια ως αμαρτήσασες σύγχρονες Μαγδαληνές...
Τι είδους ισχύ έχουν λοιπόν όλα τα «πρέπει» που ξεγράφονται και αναιρούνται με το πέρασμα του χρόνου και με την αλλαγή των ιδεών;
Τα «πρέπει» της γερμανικής κατοχικής μπότας στην Ελλάδα, επέβαλλαν απαγόρευση της κυκλοφορίας μετά την έκτη εσπερινή, την αφισοκόληση, την αντίσταση.
Εκείνα τα «πρέπει» επιβλήθηκαν με τη βία.
Κι οι ανυπόταχτοι Έλληνες παραβάτες, θέλησαν πολύ την ελευθερία τους, κι όλο το Σύμπαν συνωμότησε να τους τη δώσει.
Το «πρέπει» του Χίτλερ για την επικράτηση της καθαρόαιμης, ανώτερης, Αρείας φυλής εξολόθρευσε εκατομμύρια Εβραίων,Αρμενίων και λοιπών «κατώτερων» φυλών.
Για ποια ελευθερία, για ποια ηθική μιλάμε πίσω απ’ τα «πρέπει» αυτά που σήμερα, μόνο ντροπή και απέχθεια μπορούν να ξεσηκώσουν;
Κι ας μη βιαστούμε να υπερασπίσουμε τα άγραφα «πρέπει» της ανθρώπινης συμπεριφοράς, γιατί καλά το ξέρουμε όλοι μας, οι νόμοι του σεβασμού της ζωής και της ελευθερίας των άλλλων είναι γνωστοί, δεν απαιτούν την υποταγή μας σε «πρέπει» δια της βίας, αλλά στο δικαίωμα που έχουμε όλοι να ζούμε όλοι αρμονικά και φιλήσυχα.
Σήμερα, λίγοι είναι οι άνθρωποι που έμαθαν να καλλιεργούν την ελευθερία τους να απαντούν στην ερώτηση:
«Τί θέλεις να κάνεις;»
Συνήθως είναι η απάντηση είναι:
«Δεν ξέρω»
Έτσι μάθαμε. Πάντα κάτι μας υπαγορεύονταν απ’έξω , ή μας επιβάλλονταν κι έτσι η φωνούλα μας φιμώθηκε.
«Δεν κάνω αυτό που θέλω,κάνω αυτό που αντέχω», μού έλεγε ένας φίλος.
Θέλει αντοχή λοιπόν και κουράγιο ν’ ακολουθήσει κανείς τα θέλω του;
Θέλει αντοχή και κουράγιο να τιμάς το δικαίωμά σου να ζεις με τη χαρά σου, ακόμα κι αν αυτό δε συμφωνεί με τη χαρά κι όλου του κόσμου;
Ωστόσο, ένας δρόμος μας δόθηκε να περπατήσουμε ο καθένας, και δεν γίνεται να προσφερθεί θυσία στα «κάνει», τα «δεν κάνει», τα «πρέπει», τα «δεν πρέπει» των ανθρώπων και των εποχών.
Ιδιαίτερα όταν αυτά έρχονται κάθε φορά σε διαφορετική συσκευασία, από άλλες φωνές, ενώ το «θέλω» της καρδούλας μας, μία φωνή και μόνη αναγνωρίζει...
Τη δική μας!
* Η κ. Μάρθα Τομπουλίδου είναι ηθοποιός/φιλόλογος
το θέλω είναι το καλύτερο πρέπει.
ΑπάντησηΔιαγραφή...Όνειρα...Τα πρέπει, τα θέλω, και τα πιστεύω μας....
ΑπάντησηΔιαγραφή