Όσοι έχουνε αντί ψυχή, μαύρο σκληρό γρανίτη
επιβιώνουν –σου ‘λεγαν- σε τούτο τον καιρό
τους πίστεψες και πιάστηκες στο ίδιο σου το δίχτυ
πνίγοντας σε μια κουταλιά τα αισθήματα νερό
Και ξάφνου είδες γύρω σου να συνωθούνται χίλιοι
άνθρωποι που κατάσαρκα το δέρμα είχαν φιδιού
κυνέρωτες με κόκκινα νύχια μαλλιά και χείλη
η λάμψη που τους κάλεσε του δολερού χρυσού
σαν την προπαίδεια έμαθες καλά να προσποιείσαι
ντυμένος στης ευτέλειας τα ρούχα τ’ ακριβά
ότι έχεις είσαι …κι όχι πια ότι στ’ αλήθεια είσαι
μα μέσα σου φριχτό κενό νιώθεις καμιά φορά
είναι τις νύχτες που το φως σου ρίχνει το φεγγάρι
που της συνείδησης η ηχώ μέσα σου ξαγρυπνά
και λες ας ήμουν άνθρωπος για μια στιγμή μακάρι
να αγάπαγα, να αγαπηθώ λιγάκι αληθινά
Ελεύθερος είναι εκείνος που μπορεί να ζει χωρίς να λέει ψέματα, άλλωστε η αλήθεια είναι τόσο σπάνια, που είναι υπέροχο να τη λες.
Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2009
μακάρι
Αναρτήθηκε από
Στράτος
στις
9/17/2009 03:15:00 μ.μ.
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest
Ετικέτες
Ποίηση
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου